-
1 διαμείβω
A exchange, τι πρός τι one thing with another, Pl.Plt. 289e;τὰς οἰκίας J.BJ1.6.1
:—[voice] Med.,τισὶ τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον Sol.15.2
;τινί τι ἀντί τινος Pl.Lg. 915e
;τὰ ἱμάτια πρός τινα Plu.Cim.10
; διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης change Asia for Europe, i.e. pass into Asia, E.IT 397 (lyr.);δ. μεταβολήν Dam.Pr. 392
; δ. τὴν φύσιν πρός τι ib. 396.2 δ. ὁδόν finish a journey, A.Th. 334(lyr.):—[voice] Med., (anap.); but in [voice] Med. also, pass through,πολλὰ φῦλα Id.Supp. 543
(lyr.);πόντου πεδίον Id.Fr. 150
(lyr.).4 [voice] Med., ἀγορὰς διαποντίους δ. trade in foreign markets, D.H.5.66.5 [voice] Med., requite, D.C.56.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμείβω
-
2 κρίνω
κρίνω [pron. full] [ῑ], [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ind. κρίνησι ( δια-) f.l. in Theoc.25.46: [tense] fut. κρῐνῶ, [dialect] Ep., [dialect] Ion. κρῐνέω ( δια-) Il.2.387: [tense] aor.Aἔκρῑνα Od.18.264
, etc.: [tense] pf., etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , but in pass. sense, Pl.Grg. 521e: [tense] aor.ἐκρῑνάμην Il.9.521
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.κρῐθήσομαι A.Eu. 677
, Antipho 6.37, etc.: [tense] aor. ἐκρίθην [ῐ] Pi.N.7.7, etc.; [ per.] 3pl.κρίθεν Id.P.4.168
,ἔκριθεν A.R.4.1462
; [dialect] Ep.opt. κρινθεῖτε ( δια-) Il.3.102, part.κρινθείς 13.129
, Od.8.48, inf.κρινθήμεναι A.R.2.148
: [tense] pf.κέκρῐμαι Pi.O.2.30
, And.4.35, etc.; inf. κεκρίσθαι ( ἀπο-) Pl. Men. 75c:—[dialect] Aeol. [full] κρίννω dub.in IG12(2).278 (Mytil.): [tense] aor. ἔκριννε ib. 6.28(Mytil., [pref] ἐπ-); inf. κρίνναι ib.526b15:—Thess. [tense] pres. inf. [full] κρεννέμεν ib.9(2).517.14 ([place name] Larissa):—separate, put asunder, distinguish,ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ.. καρπόν τε καὶ ἄχνας Il.5.501
, etc.;κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα 2.362
. cf. 446;ἥλιος ἠὼ καὶ δύσιν ἔκρινεν Emp.154.1
;κ. τὸ ἀληθές τε καὶ μή Pl.Tht. 150b
;τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς X. Mem.3.1.9
, etc.:—also [voice] Med.,ἀντία δ' ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ' ἔθεντο χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.55
:—[voice] Pass.,κρινόμενον πῦρ Emp.62.2
.II pick out, choose,ἐν δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il.1.309
;ἐκ Λυκίης.. φῶτας ἀρίστους 6.188
, cf. Od.4.666, 9.90, 195, 14.217, etc.;κ. τινὰ ἐκ πάντων Hdt.6.129
;κρίνασα δ' ἀστῶν.. τὰ βέλτατα A.Eu. 487
; , etc.:—[voice] Med., κρίνασθαι ἀρίστους to choose the best, Il.9.521, cf. 19.193, Od.4.408, 530, etc.:—[voice] Pass., to be chosen out, distinguished,ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι 24.507
; esp.in partt., κεκριμένος picked out, chosen, Il.10.417, Od.13.182, al., Hdt.3.31;κρινθείς Il.13.129
, Od.8.48; ἀρετᾷ κριθείς distinguished for.., Pi.N.7.7; κριθέντων ἐν τοῖς ἱερέοις approved.., GDI2049.15 (Delph.); ἀσπίδα.. κεκριμένην ὕδατι καὶ πολέμῳ proved by sea and land, AP9.42 (Leon.); ἐν ζῶσι κεκριμένα numbered among.., cj. in E.Supp. 969 (lyr.);εἰς τοὺς ἐφήβους κριθείς Luc.Am.2
.2 decide disputes,κρίνων νείκεα πολλά Od.12.440
;ἔκριναν μέγα νεῖκος.. πολέμοιο 18.264
: c.acc. cogn., οἳ.. σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας judge crooked judgements, Il.16.387;κ. δίκας Hdt. 2.129
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, etc.; πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος ib. 682; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; Ar.Ra. 805;κ. κρίσιν Pl.R. 36o
e;ἄριστα κ. Th.6.39
; κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ they decide the question.., Id.1.87;μίσει πλέον ἢ δίκῃ κ. Id.3.67
;τὸ δίκαιον κ. Isoc.14.10
; τῷ τοῦτο κρίνεις; by what do you form this judgement? Ar.Pl. 48;κ. περί τινος Pi.N.5.40
, Pl.Ap. 35d, Arist.Rh. 1391b9, etc.:— [voice] Pass.,ἀγὼν κριθήσεται A.Eu. 677
; κἂν ἰσόψηφος κριθῇ (sc. ἡ δίκη) ib. 741: impers., κριθησόμενον a decision being about to be taken, Arr.An. 3.9.6.b decide a contest, e.g. for a prize,ἀγῶνα κ. Ar.Ra. 873
; : c. acc. pers., κ. τὰς θεάς decide their contest, i.e. judge them, E.IA72:—[voice] Pass., Id.Supp. 601(lyr.);αἱ μάχαι κρίνονται ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.3.3.19
:—[voice] Med. and [voice] Pass., of persons, have a contest decided, come to issue,κρινώμεθ' Ἄρηϊ Il.2.385
, cf.18.209;ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν.. μένος κρίνηται Ἄρηος Od.16.269
;βίηφι κ. Hes.Th. 882
; dispute, contend, Ar.Nu.66;περὶ ἀρετῆς Hdt.3.120
;οὐ κρινοῦμαι.. σοι τὰ πλείονα E.Med. 609
;δίκῃ περί τινος κρίνεσθαι Th.4.122
; κρίνεσθαι μετά τινος v.l. in LXX Jd.8.1, Jb.9.3;πολλαῖς μάχαις κριθείς Nic.Dam.20
J.; compete in games, c. acc. cogn.,κριθέντα Πύθια JRS3.295
(Antioch. Pisid.): [tense] pf. part., decided, clear, strong,κεκριμένος οὖρος Il.14.19
; πόνοι κεκρ. decided, ended, Pi.N.4.1.3 adjudge,κράτος τινί S.Aj. 443
:—[voice] Pass.,τοῖς οὔτε νόστος.. κρίθη Pi.P.8.84
; the sum adjudged to be paid,PLips.
38.13 (iv A. D.).b abs., judge, give judgement,ἄκουσον.. καὶ κρῖνον Ar.Fr. 473
;ἀδίκως κ. Pherecr.96
, cf. Men.Mon. 287, 576.c Medic., bring to a crisis,τὸ θερμὸν φίλιόν [ἐστι] καὶ κρῖνον Hp.Aph.5.22
;κ. τὰ νοσήματα Gal.Nat. Fac.1.13
, al.:—[voice] Pass., of a sick person, come to a crisis,ἐκρίθη εἰκοσταῖος Hp.Epid.1.15
(also impers. in [voice] Act., ἔκρινε τούτοισιν ἑνδεκαταίοισιν the crisis came.., ib.18);τοῦ πάθους κριθέντος D.S.19.24
.4 judge of, estimate, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων [αὐτόν] judging of him by myself, D.21.154;πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κ. Isoc.4.76
:—[voice] Pass.,ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται Hdt.7.16
.α'; εὔνοιακαιρῷ κρίνεται Men.691
.5 expound, interpret in a particular way,τὸ ἐνύπνιον ταύτῃ ἔκριναν Hdt. 1.120
, cf. 7.19, A.Pr. 485, etc.:—in [voice] Med.,ὁ γέρων ἐκρίνατ' ὀνείρους Il. 5.150
.6 c. acc. et inf., decide or judge that.., Hdt.1.30, 214, Pl. Tht. 17od, etc.;κρίνω σὲ νικᾶν A.Ch. 903
; so, with the inf. omitted,ἀνδρῶν πρῶτον κ. τινά S.OT34
; ; ;ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε.. σοφόν Philem.228
:—[voice] Pass., , cf. Th.2.40, etc.7 decide in favour of, prefer, choose,κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον A.Ag.47
<*>, cf. Supp. 396 (both lyr.); ;τινὰ πρό τινος Pl.R. 399e
, cf. Phlb. 57e;τι πρός τι Id.Phd. 110a
([voice] Pass.);εἴ σφε κρίνειεν Πάρις E.Tr. 928
, cf. Ar.Av. 1103, Ec. 1155; choose between,δύ' ἔσθ' ἃ κρῖναι τὸν γαμεῖν μέλλοντα δεῖ, ἤτοι προσηνῆ γ' ὄψιν ἢ χρηστὸν τρόπον Men.584
.8 c.inf.only, determine to do a thing, UPZ42.37(ii B. C.), Ep.Tit.3.12, 1 Ep.Cor.2.2, etc.; ζῆν μεθ' ὧν κρίνῃ τις ἄν (sc. ζῆν ) with whom he chooses to live, Men.506; butτὸ βιάζεσθαι οὐκ ἔκρινε D.S.15.32
.III in Trag., question,αὐτὸν.. ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς S.Tr. 195
; εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις ib. 388; καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ' Id.Ant. 399;μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Id.Aj. 586
;σέ τοι, σὲ κρίνω Id.El. 1445
.2 bring to trial, accuse, D.2.29, 18.15, 19.233; κ. θανάτου judge (in matters) of life and death, X.Cyr.1.2.14;κ. τινὰ προδοσίας Lycurg.113
;περὶ προδοσίας Isoc.15.129
; κ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Lat. repetundarum, Plu.Caes. 4:—[voice] Pass., to be brought to trial, Th.6.29; θανάτου ( δίκῃ add. cod. B) Id.3.57;Λεωκράτους τοῦ κρινομένου Lycurg.1
; κρίνομαι πρὸς Σωφρόνην; Men.Epit. 529; ; : c. gen. criminis,κρίνεσθαι δώρων Lys.27.3
:κ. ἐπ' ἀδικήματι Plu.2.241e
: abs.,ὁ κεκριμένος Aeschin.2.159
.3 pass sentence upon, condemn, D.19.232:— [voice] Pass., to be judged, condemned,κακούργου.. ἐστι κριθέντ' ἀποθανεῖν Id.4.47
;μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε Ev.Matt.7.1
; τὰ κεκριμένα the judgement of a court, PRyl.76.8 (ii A. D.). ( κρῐ-ν-y ω ἐ-κρῐ-ν-σα, cf. Lat. cerno (from *cr[icaron]-n-), crībrum (from * crei-dhrom).)
См. также в других словарях:
κοινογαμία — η (AM κοινογαμία) το καθεστώς τού ελεύθερου γάμου, τής ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα τής Αφρικής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. δι γαμία … Dictionary of Greek
πολύφυλος — η, ο / πολύφυλος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές 2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό φυλος, ομό φυλος] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek